ἀποχτυπῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχτυπῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχτυπῶ Ἤπ. (Τσαμαντ.) Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. Κύθν. Σῦρ. Χίος ἀποχτυπάου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) ἀποχτ’πῶ Ἤπ. (Βούρμπιαν.) ἀπουχτ’πῶ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) ’ποχτυπῶ Κάλυμν. Κρήτ. Μέγαρ. ’ποχτυπάου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἀποκτυπῶ.
Σημασιολογία
1)Κάμνω κρότον εἰς τὸν ἀέρα Κάλυμν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Σουίδ. (λ. τύμπανον) «οἱ Ἰνδοὶ ἀντὶ τῆς σάλπιγγος ταῖς μάστιξι ἀπεκτύπουν εἰς τὸν ἀέρα» 2)Πάλλομαι ἐκ συγκινήσεως, φόβου ἢ ἄλλου τινὸς πάθους, ἐπὶ τῆς καρδίας Κύθν.: Ἀποχτυπᾷ ἡ καρδιˬά μου. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ζήν. πρᾶξ. Δ στ. 56 (ἔκδ. ΚΣάθα σ. 68) «ποιὸς φόβος σὄρχεται, καρδιά, καὶ ἀρχίζεις νὰ τρομάσσῃς | . . . | γιατί τὰ φυλλοκάρδια σου τρέμουν κι ἀποχτυποῦσι;» Συνών. ἀναχτυπῶ, καταχτυπῶ, χτυπῶ. 3)Ταράσσομαι σφόδρα, τρομάζω αἰσθανόμενος δυνατοὺς παλμοὺς τῆς καρδίας Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἰων. (Κρήν.) Μέγαρ. Χίος: Μ’ ’ξύπασες κιˬ ἀπουχτύπ’σα Αἶν. Ὅdες τό ’μαθε ὁ βασιλεˬὰς ’ποχτύπησε τσαὶ δὲν ἤξερε τί νὰ κάμῃ Μέγαρ. || ᾎσμ. Ποῦ σέ ’δα κ’ ἠποχτύπησα, ἠκκούμπησα ’ς τὸν τοῖχο, ἤχασα τὰ λογάκιˬα μου ποῦ ’θελα σοῦ μιλήσω Κρήν. Ἡ σημ. καὶ ἐν Στάθῃ πρᾶξ. Α στ. 3 (ἔκδ. ΚΣάθα σ. 107) «μέσα σὲ κύματα σκληρὰ καὶ θυμωμένη μάχη | τοῦ ἀνέμου καὶ τῆς θάλασσας γεῖς ναύτης ὅντα λάχῃ, | δειλιᾷ πολλὰ κι ἀποχτυπᾷ καὶ χίλιες ἔγνοιες βάνει». 4)Ὑπενθυμίζω δηκτικῶς γενομένην εὐεργεσίαν Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Ἤπ. (Τσαμαντ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κρήτ. Σῦρ.: Μοῦ ’δωσε δέκα δραχμὲς τ’ ὅλο μοῦ τ’ ἀποχτυπάει Κονίστρ. Θὰν τῆς τὸ ’ποχτυπήσω Αὐλωνάρ. Μοῦ ’κανε ἕνα καλὸ καὶ ὅλο μοῦ τὸ ἀποχτυπᾷ Σῦρ. Καλὰ μοῦ τὸ ’ποχτύπησες τὸ καλὸ ποῦ μοῦ ’καμες, ἂς μοῦ ’λειπε Κρήτ. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀναπιˬάνω 8. 5)Προπηλακίζω, χλευάζω Ἤπ. (Βούρμπιαν. Τσαμαντ.) Συνών. ἀναγορεύω 3β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA