ἀποχτῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχτῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχτῶ κοιν. ἀποχτάω Ἤπ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Λάστ. Οἰν.) ἀποχτάου Πελοπν. (Λεντεκ.) ἀπουχτῶ βόρ. ἰδιώμ. ἀπουχτάου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ’ποχτῶ Ἀθῆν. (παλαιότ.) ’ποχτάου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Ἤπ. ’πουχτάου Μακεδ. ἀποχτένω Ἤπ. Πελοπν. (Λάστ. Οἰν.) ἀποχτίζω Νάξ. Πελοπν. (Σαραντάπ.) ἀποχκίζου Τσακων. Μέσ. ἀποχτίζομαι Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ μεταγν. κτῶ. Περὶ τῆς λ. ἰδ. καὶ GHatzidakis Einleit. 198.
Σημασιολογία
1)Γίνομαι κάτοχός τινος τοῦ ὁποίου προηγουμένως ἐστερούμην κοιν. καὶ Τσακων.: Ἀπόχτησε μὲ τὴ δουλε͜ιά του μεγάλη περιουσία-πολλοὺς παρᾶδες κττ. Ἀπόχτησε ὅ,τι ἤθελε. Τὰ χρήματα μόνος μου τ’ ἀπόχτησα. Ἀπόχτησα ἕνα βῆχα φοβερό. Ἀπόχτησε μιˬὰ κακὴ συνήθεια. Ἔπειτα ἀπὸ τόσον καιρὸ ἀπόχτησαν παιδί. Ἡ δεῖνα ἀπόχτησε ἕνα κοριτσάκι κοιν. || Παροιμ. Ἀπόχτησ’ ὁ ἄβρακος βρακί, | κάθε ὥρα καὶ τὸ λύ’ (ὅτι ὁ παρ’ ἀξίαν εὐτυχῶν γίνεται συνήθως ἐπιδεικτικὸς καὶ οἰηματίας) Ἤπ. || ᾌσμ. Κιˬ ὁ Θεˬὸς τοὺς καταράστηκε σπίτιˬα νὰ μὴ ’ποχτοῦνε Ἀθῆν. (παλαιότ.) Μὲ τὴ gαρδιˬά μου σ’ ἀγαπῶ κιˬ ἀνὲ δὲ σ’ ἀποχτήσω εἶναι, μικρό μου, δύσκολο ’ς τὸ gόσμο bλεˬὸ νὰ ζήσω Κρήτ. Χωρὶς λαμπίκο καὶ φωτιˬὰ ροδόσταμα δὲ βγαίνει, χωρὶς ὁ νεˬὸς ν’ ἀγωνιστῇ τὴ νεˬὰ δὲν ἀποχτένει Ἤπ. Ἰσὺ ποῦ ’χάσις τὰ πιδιˬὰ κιˬ ἄλλα πιδιˬὰ ’πουχτάεις Μακεδ. Συνών. ἀποτάζω (Ι) Α1. Καὶ ἀμτβ. γίνομαι πλούσιος, εὐημερῶ Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)-Λεξ. Δημητρ.: Ἅμα ἀπουχτήσου, θὰ σ’ τὰ δώσου Αἰτωλ. || Γνωμ. Δούλιψι νὰ ζήσ’ς | κ’ εὕρα ν’ ἀπουχτήσ’ς (συνηθέστερον γίνεταί τις πλούσιος διὰ τῆς κληρονομίας παρὰ διὰ τῆς ἐργασίας) Ἁλμυρ. 2)Ἀμτβ. γεννῶ (κατὰ παράλειψιν τοῦ ἀντικειμ. παιδὶ) Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Καστορ.): Ἦταν μιˬὰ μάννα καὶ δὲν ἀποχτοῦσε Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA