ἀποζούζουλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποζούζουλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποζούζουλο τό, Αἴγιν. ἀποζούζουρο Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ζούζουλο.

Σημασιολογία

1) Ἀποζούδιˬο 1, ὃ ἰδ.: Αὐτὸ τὸ ἀποζούζουλο, τὸ νιˬάνιˬαρο, τι’ θὰ τὸ κάμωμε ; Αὐτὸ γρήγορα θὰ πεθάνῃ (ἐκ παραμυθ.) Αἴγιν. || Παροιμ. Ὅπου τεμπέλα, ριζικό, ὅπου βρομοῦσα μοῖρα, ὁπού ᾽ναι τ᾿ ἀποζούζουλα γίνονται παππαδιˬὲς (ἐπὶ τοῦ παρ' ἀξίαν εὐτυχοῦντος) αὐτόθ. 2) Κατὰ πληθ., τὰ μετὰ τὴν ἐκλογὴν τῶν καλυτέρων ἐκ πλήθους ἀντικειμένων ἀπομένοντα ὡς ἄχρηστα ἄνευ ἀξίας Κρήτ.: ᾿Επήγαμε μὲ τὸν δεῖνα κ᾿ ἐμαζώξαμε τ᾽ ἀgούριˬα κ’ ἤπηρε ᾽κεῖνος ὅλα τὰ καλὰ κ’ ἐμένα ᾽δωκε τ᾿ ἀποζούζουρα. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποδιαλέγι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/