ἀποζουλγομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποζουλγομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποζουλγομαι Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ ἀγνώστου δευτέρου συνθετικοῦ.

Σημασιολογία

Παραπλανῶμαι: 'Επῆεν ᾽ς σὰ ξύλα κ᾿ ἐπεζουλεν κ᾿ἐπέμ᾿νεν ᾿ς σ᾽ ὀρμάν’ (δάσος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/