ἀποζούλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποζούλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀποζούλι ἐπίθ. οὐδ. ἀμάρτ. ἀποζούλ’ Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποζουλίζω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 37 (1925) 174 κἑξ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐπιτυχῶς εὐνουχισθείς, ἐπὶ ζῴων: ᾿Εέντον τὸ γαρκὸν ἀποζούλ’ (ἔγινε τὸ ταυρὶ ἀποζούλι, ἤτοι ἀπέτυχεν ὁ εὐνουχισμός του. Ἡ φρ. καὶ μεταφ. ἐπὶ ἀποτυχούσης ὑποθέσεως).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA