ἀποχιˬονιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχιˬονιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποχιˬονιˬὰ ἡ, Λεξ. Δημητρ. ἀπουχιˬουνιˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. χιˬονιˬά.
Σημασιολογία
Τόπος ἔνθα ἔχει ἤδη διαλυθῆ ἡ χιών: Ἔστησε ’ς τὴν ἀποχιˬονιˬὰ παΐδες Λεξ. Δημητρ. Ἡ ἀπουχιˬουνιˬὰ ἀχνίζ’ Αἰτωλ. ’Σ τοὶς ἀπουχιˬουνιˬὲς πέφτ’ν οἱ κυργιˬαρῆνις κὶ μπουρεῖ νὰ πιˬαστοῦν ’ς τ’ ἀγκίστρια (κυργιˬαρήνα=τσίχλα) αὐτόθ. Θὰ τὰ πααίνουμι τὰ γίδιˬα ’ς τ’ς ἀπουχιˬουνιˬές, ἰκεῖ θὰ βρίσκ’νι ἀγκάθιˬα, τούφα τσάϊ, θὰ χουρταίν’νι αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA