ἀποχιˬονίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποχιˬονίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποχιˬονίζω ἀμάρτ. ἀποονίζω Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Χαλδ. κ.ἀ.) Ἀπρόσ. ἀποχιˬονίζει σύνηθ. ἀποονίζει Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. χιˬονίζω.

Σημασιολογία

1)*Ἀποχιˬονατίζω, ὃ ἰδ., Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἐπεόντσα τὸ ρδανὶν (τὸ δῶμα) Χαλδ. Θ’ ἀποονίζωμε τὸ δρόμον Οἰν. Ἀποόνιξα τ’ ὁσπίτ’ Ὄφ.2)Ἀπροσ. ρίπτει βροχὴν ψυχρὰν καὶ χιονώδη Κύπρ. 3)Ἀπροσ. παύει νὰ χιονίζῃ σύνηθ.: Ἄλλες χρονιˬὲς τέτο͜ια ἐποχὴ ἔχει ἀποχιˬονίσει. Ἄσε ν’ ἀποχιˬονίσῃ κ’ ὕστερα βγαίνεις ἔξω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/