ἀποχλομιˬαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχλομιˬαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχλομιˬαίνω Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. χλομιˬαίνω. Ἡ λ. καὶ ἐν 'Ερωτοκρ. Δ 300 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)
Σημασιολογία
Ἀποχλομιˬάζω, ὃ ἰδ.: Ἀποὺ τὴ dρομάρα τζη ἀποχλόμιˬανε. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. ἔνθ’ ἀν. «τὴν ὥρα ὁποὺ τῆς μιλεῖ κύρις καὶ μάνν’ ἀντάμι | τὸ πρόσωπο ἀποχλόμιαινε κ’ ἤτρεμε σὰν καλάμι».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA