ἀποχολιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχολιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχολιˬάζω Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. χολιˬάζω.
Σημασιολογία
Παύω νὰ εἶμαι χολιˬασμένος ἔνθ’ ἀν.: Ἅμα φάγαμε οἱ ἄλλοι, ἀποχόλιˬασε ’κείνη κιˬ ἄρχισε νὰ τρώῃ Μάν. Ἄσ’ τονε, τί θὰ κάνῃ; θ’ ἀποχολιˬάσῃ σὰν τὸνε κόψῃ ἡ πεῖνα αὐτόθ. Συνών. ξεχολιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA