ἀποχοντρένω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχοντρένω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχοντρένω σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. χοντρένω.
Σημασιολογία
1)Παχύνομαι ὑπὲρ τὸ δέον. Συνών. ἀποπαχένω 2, παραπαχένω. Καὶ μετβ. παχύνω τινὰ πολύ: Ἡ πολυφαγία τὸν ἀποχόντρυνε Λεξ. Δημητρ. 2)Μεταφ. γίνομαι ἀγροῖκος, βάναυσος Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. Καὶ μετβ. καθιστῶ τινα βάναυσον, οὐχὶ λεπτὸν τοὺς τρόπους Λεξ. Δημητρ.: Τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἀποχόντρυνε τὸ μυˬαλό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA