ἀποχόντρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχόντρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποχόντρι τό, Χίος-Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀποχόdρι Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπόχοντρο, δι’ ὃ ἰδ. ἀπόχοντρος.
Σημασιολογία
1)Συνήθως πληθ., τὰ πίτυρα καὶ ἄλλα ἀπομεινάρια μετὰ τὸ κοσκίνισμα τοῦ ἀλεύρου Κρήτ. Χίος-Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. Συνών. ἀπόχοντρο (ἰδ. ἀπόχοντρος Β1). β)Τὰ λεπτότερα τῶν πιτύρων τὰ μετ’ ἀλεύρου ἀναμειγνυόμενα πρὸς παρασκευὴν ἄρτου Κρήτ.: Παροιμ. Νοικοκερὰ ’ς τὰ πίτερα κιˬ ἀφέdρα ’ς τ’ ἀποχόdριˬα (ἐπὶ τοῦ φειδωλοῦ εἰς πράγματα μικροτέρας ἀξίας καὶ σπατάλου εἰς πολυτιμότερα. Πβ. ἀκριβὸς ’ς τὰ πίτουρα καὶ φτηνὸς ’ς τ’ ἀλεύρι) Κρήτ. 2)Ἄρτος πιτυροῦχος Κρήτ. Συνών. ἀπόχοντρο (ἰδ. ἀπόχοντρος Β2).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA