ἀποχορταρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχορταρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχορταρίζω Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. χορτάρι.
Σημασιολογία
1)Καθαρίζω ἀγρὸν ἢ κῆπον ἀποσπῶν τὰ παράσιτα χόρτα Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): Ἀποχορτάρτσον τὴν μπαχτὲν Τραπ. Συνών. βοτανίζω, ξεβοτανίζω, ξεχορταριˬάζω, ξεχορταρίζω, ξεχορτίζω. 2)Διὰ δρεπάνου ἀποκόπτω τὰς παραφυάδας φυτοῦ Πόντ. (Κρώμν.) Συνών. διπλάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA