ἀποθαλασσίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποθαλασσίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποθαλασσίζω Χίος κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. θάλασσα.
Σημασιολογία
᾿Εν χρήσει μόνον κατὰ γ΄. ἑνικ. πρόσωπ., κατηρεμεῖ ἡ θάλασσα: ᾿Εδῶ ἀποθαλασσίζει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA