ἀποθαμάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποθαμάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποθαμάζω ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντίλογ. 30 -Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ’ποθαμάζω Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) ᾽ποθαμ-μάζω Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.) ἀπιθαμάζου Λῆμν. Μέσ. ἀποθαμάζομαι Κρήτ. Νάξ. (’Απύρανθ.) Χίος ἀπουθαμάζουμι Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) ᾽ποθαμ-μάζομαι Κύπρ. ᾿ποθαμάζουμαι Ρόδ. ᾿πεθαμάζουμ᾿ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ’ποχαμ-μάζομαι Κύπρ. ἀποθιαμαίνομαι ΧΧρηστοβασ. Χρόν. σκλαβ. 120.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποθαυμάζω.
Σημασιολογία
1) ’Ενεργ. καὶ μέσ. ἐκπλήσσομαι ἐπὶ τῇ θέᾳ ἢ τῷ ἀκούσματί τινος, θαυμάζω μεγάλως Α.Ρουμελ. (Σωζόπ) Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.) Ρόδ. κ. ἀ. -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.: Πήαινε κ᾿ ἡ βασιλοπούλλα, τά ᾿γλεπε καὶ ’ποθάμαζε (ἐκ παραμυθ.) Σωζόπ. Μὲν ᾿ποθαμ-μάζεσαι γιˬὰ ἔτσι μικρὰ πράματα Κύπρ. ᾿Αποθαμάζω πῶς τὰ καταφέρνεις Λεξ. Δημητρ. Ἐποθαμάχτην ποῦ τό ᾿κουσε Ρόδ. Ἐδκιά-ιζεν τὸ ἄστρον κ᾿ ἐποθάμ-μασεν (ἐδκιά-ιζεν=διέσχιζε, ἐνν. τὸν οὐρανὸν) Κύπρ. Ἔμεινεν ᾿ποθαμ-μασμένος (ἐξεστηκὼς) αὐτόθ. || Παροιμ. Ὅπκο͜ιος ᾿ὲν εἶεν βουνὰ ταὶ κάστρη, εἶεν τὸν φοῦρνον ταὶ᾿ ᾿ποχαμ-μάστην (ἐπὶ τοῦ θαυμάζοντος πράγματα ἀσήμαντα) αὐτόθ. || ᾌσμ. Νὰ μὲν κάμνετε ταραήν, φίλοι μου, νὰ χαρῆτε, ν᾿ ἀκούσετε τί ἔγινεν ταὶ νὰ ᾿ποθαμ-μαστῆτε Κύπρ. Βλέπει νὰ πέφτουν ᾿ς τῆς Χρυσῆς τοὶς πλάτες οἱ πλεξοῦδες... κ’ εὐθὺς ἀποθαμάστηκε, τοὶς βάσκανε καὶ λέει Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ἡρόδ. 1,88 «ἀπεθώμαζε ὁρέων». Καὶ μετβ. ἀποθαυμάζω τι Κύπρ. Λῆμν. Χίος -ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. ΧΧρηστοβασ. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Πρω.: ’Ποθαμ-μάζω τὲς ἀρκογκιˬές του (ἀρκογκιˬὲς=ἀρχοντιὲς) Κύπρ. Ὅτ᾿ πρᾶμα κινούργιˬου νὰ δοῦνι τ᾿ ἀπιθαμάζ’νι οὑ κόσμους Λῆμν. Γέρνω κιˬ ἀποθαμάζω τ᾽ ἄμετρο πλῆθος τους ΓΒλαχογιάνν. ἕνθ’ ἀν. ᾿Αποθιˬαμαίνονται τὴν ὀμορφιˬά του οἱ ἐρχόμενοι ἀπὸ τοὺς δυˬὸ . . . δρόμους ΧΧρηστοβασ. ἔνθ᾽ ἀν. || ᾎσμ. ’Σ τὴν μέσην τῶν εὐγενικῶν βαστᾷ χωριατοπούλλα, ὁ βασιλὲς περαστικὸς ἀποθαμάστηκέ την (βαστᾷ=κρατεῖ τὸν χορὸν) Χίος Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ὁμ. ζ 49 «ἄφαρ δ’ ἀπεθαύμασ’ ὄνειρον». Καὶ μετὰ γενικ. προσώπ. Κύπρ.: ’Ποθαμ-μάζομαί σου πῶς ᾿ὲν ἐκατάλαβες. Πβ. ἀρχ. θαυμάζω. 2) Θαυμάζων προσηλῶ τὸ βλέμμα μου ἐπί τινος προσώπου ἢ ἀντικειμένου, ὥστε νὰ τὸ βασκάνω Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Νάξ.(’Απύρανθ.): Τί ἀπουθαμάζισι, μαρέ, τοὺ πιδι’; Ζαγορ. ᾿Εὼ τὸ ξέρω πῶς πιˬάνει τὸ μάτι μου καὶ δὲν ἀποθαμάζομαι ποτὲς ἀπάνω σὲ κἀνεὶ ᾽Απύρανθ. Τὰ πράματα νὰ μὴν τὰ ᾿πεθαμαζῶστε, γιατὶ σκάν’να (πράματα=ζῷα, σκάν’να=σκάζουνε) Σαρεκκλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA