ἀποθαρεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποθαρεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποθαρεύω Πελοπν. (Κορινθ) κ.ἀ. -ΜΛελέκ. ᾿Επιδόρπ.242 -Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀπουθαρεύου Θεσσ. (Ζαγορ.) ἀποθαρεύκω Κύπρ. ᾿ποθαρεύγου Εὔβ. (Κονίστρ.) ᾿πουθαρεύου Εὔβ. (Στρόπον.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. θαρεύω.

Σημασιολογία

1) Ἀμτβ ἐνεργ. καὶ μέσ. λαμβάνω πολὺ θάρος, ἀποτολμῶ Εὔβ. (Κονίστρ. Στρόπον.) Θεσσ (Ζαγορ.) Κύπρ. -Λεξ. Βλαστ Δημητρ.: ᾽Αποθαρεύτηκα καὶ τοῦ μίλησα Κονίστρ. Δὲν ᾿πουθαρεύου νὰ ντ’ ἀφήσου μαναχὰ (τὰ ζῷα) Στρόπον. Πῶς ᾿πουθάριψις κὶ τ᾽ ἄφ’σις μαναχά, μουρὲ σκυλλὶ παραδουμένου! αὐτόθ. Συνών. ἀποθαρύνω 2, ἀποθαρῶ 1, ξεθαρεύω. 2) Μετβ. ἐνεργ. ἀποθαρύνω τινὰ Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.: ᾎσμ. Εἶναι μικρὸ κ᾽ εἶν᾿ ἄγνωρο καὶ μὴν τ᾽ ἀποθαρεύῃς Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀποθαρύνω 1. 3) Μετβ. ἐνεργ. καὶ μέσ. ἐμπιστεύομαί τι Εὔβ. (Κονίστρ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Κύπρ. Πελοπν. (Κορινθ.) –Μλελέκ. ’Επιδόρπ. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.: Σὲ μικρὸ παιδὶ πῶς ἀποθαρεύεσαι μονάχο τὸ σπίτι! Κορινθ. Τὴ γυναῖκα σου μοναχὴ πουθενὰ νὰ μὴν τὴν ἀποθαρέψῃς ΜΛελέκ. ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Τὰ κάλλη μου μαρτύρα τα, τοῖς ὀμορφιές μου πές τες, ’τσεῖνο ποῦ σοῦ ᾿ποθάρεψα νὰ μὴν τὸ μαρτυρήσῃς (κόρη πρὸς τὸν ἀπαρνηθέντα αὐτὴν μνηστῆρα ἤ ἐραστὴν) Κονίστρ. Συνών. ἀποθαρῶ 2. 4) Ἐγκαταλείπω τινά, ἀφίνω Κύπρ.: Σὰν ὅμως κόψῃ καὶ βάλῃ πρῶτα ὀμπρός σου [ψουμίν], μὲν τὸν ᾿ποθαρέψῃς (ἐκ παραμυθ.) Συνών. ἀποθαρῶ 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/