ἀποθεδὲν-κ' ἔσω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποθεδὲν-κ' ἔσω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀποθεδὲν-κ’ ἔσω ἐπίρρ. ἀποθεδεγκέσ’ Πόντ. (’Αργυρόπ. Σταυρ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς ἐπιρρηματ. συνεκφορᾶς ἀποθεδὲν κ᾽ ἔσω.

Σημασιολογία

Ἔκ τινος μέρους, ἀποκἄπου (τῆς κινήσεως νοουμένης ὁριζοντίας) ἔνθ’ ἀν.: Τέρεν ἔρται ἀποθεδεγκέσ’; (κοίταξε, ἔρχεται ἀπὸ κἀνένα μέρος;) Χαλδ. Ἄχ, καὶ νὰ ἐρρούζ’νεν ἀποθεδεγκέσ’ ’ς σὰ έρ μ᾽ ἀτός ! (ἄχ, καὶ νὰ ἔπεφτε ἀπὸ κἀνένα μέρος εἰς τὰ χέρια μου αὐτός!) αὐτόθ. || Φρ. Ἔχπασες τιδὲν ἀποθεδεγκέσ’; (ξερρίζωσες τίποτε ἀποπουθενά, ἐκέρδισες τίποτε ἀπὸ κἀνένα μέρος;) ᾿Αργυρόπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/