ἀπόθερα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόθερα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπόθερα ἐπιρρ. Κάρπ. Κρήτ. κ.ἀ. -Λεξ. Αἰν. Δημητρ. ᾿πόθερα Κύπρ. Ρόδ. ἀπόθιρα Στερελλ (Αἰτωλ.) ’πέθερα Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. θέρος. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀπόσπορα, ἀπότρυγα κττ. Ὁ τύπ. ᾿πέθερα ἐξ ἀφομ. προληπτικῆς.

Σημασιολογία

Μετὰ τὸν θερισμόν, μετὰ τὴν πάροδον τῆς ἐποχῆς τοῦ θερισμοῦ ἔνθ᾽ ἀν.: ᾽Απόθερα θὰ βγοώσω νά 'ρτω (θὰ βγοώσω=θὰ εὐοδώσω, θὰ εὐκαιρήσω) Κάρπ. Τήρα καλά, ἀπόθιρα νὰ μ᾿ δῶ’ς τοὺ σ᾿τάρ᾿ π’ μ᾽ χρουστᾷς Αἰτωλ. || Γνωμ. ’Πόθερα λαὸν καὶ ᾿πόσπορα περτίτιν (ἐνν. φάγε. λαὸν=λαγόν, ᾿πόσπορα=μετὰ τὸ πέρας τῆς σπορᾶς) Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/