ἀποθέρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποθέρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποθέρι τό, Μέγαρ. Πελοπν (Λακων.) Σύμ. ᾽ποθέριν Κύπρ. ᾽ποθέρι Ρόδ. ᾽πεθέρι Ρόδ. ἀπόθερο Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. θέρος. Πβ. καὶ ΓΧατζιδ. ἐν 'Επιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 13 (1916/7) 167. Ὁ τύπ. ᾽πεθέρι κατ᾿ ἀφομ. προληπτικήν.
Σημασιολογία
1) Τὸ πέρας τῆς ἐποχῆς τοῦ θέρους Κάρπ. Μέγαρ. 2) Τὸ πέρας τοῦ θερισμοῦ Κύπρ. Μέγαρ. Ρόδ.: Τώρᾳ εἴμαστε ᾿ς τ᾿ ἀποθέρι Μέγαρ. Συνών. ἀποθεριˬὰ 1, ἀποθερισιˬὰ 1, ἀποθέρισμα, ἀποθερισμός. β) Τὸ τέλος πάσης ἐργασίας Μέγαρ.: Τώρα ’ς τ᾿ ἀποθέρι ἦρθε. γ) Τὸ τελευταῖον φαγητὸν τὸ διδόμενον εἰς τοὺς ἐργάτας μετὰ τὸ πέρας ἑκάστης ἐργασίας Μέγαρ.: Ποῦ βρισκόσαστε, ρὲ παιδιˬά; -᾽Απόψε φάγαμε τ᾽ ἀποθέρι. Πβ. ἀποθεριˬὰ 1β. 3) Τὸ κατὰ τὸν θερισμὸν ἀπὸ σκοποῦ ἀθέριστον ἀφινόμενον τμῆμα τοῦ ἀγροῦ, καθ᾽ ὅσον τοῦτο θεωρεῖται κατά τινα πρόληψιν ὅτι φέρει εὐτυχίαν (β Π.Δ. Λευϊτ. 19, 9-10 «καὶ ἐκθεριζόντων ὑμῶν τὸν θερισμὸν τῆς γῆς ὑμῶν οὐ συντελέσετε τὸν θερισμὸν ὑμῶν τοῦ ἀγροῦ σου ἐκθερίσαι, καὶ τὰ ἀποπίπτοντα τοῦ θερισμοῦ σου οὐ συλλέξεις . . . τῷ πτωχῷ καὶ τῷ προσηλύτῳ καταλήψεις αὐτὰ») Πελοπν. (Λάκων) β) Τὸ σύνολον τῶν κατὰ τὸν θερισμὸν ἀθερίστων ὑπολειφθέντων σταχύων Σύμ. 4) Ἡ μετὰ τὴν συγκομιδὴν τοῦ καρποῦ στεῖρα ἀπομένουσα γῆ Σύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA