ἀποθεριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποθεριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποθεριˬὰ ἡ, ἀποθερία Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) ἀποθεριˬὰ Ἄνδρ. Εὔβ. (’Αλιβέρ.) Πελοπν. (Μάν. Οἰν.) Τῆλ. ἀποθερέα Κάρπ. -Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Δημητρ. ἀποθερὰ Κρήτ. (Κατσιδ.) ᾽ποθερκὰ Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποθερίζω. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,226 κἑξ. Ὁ τύπ. ἀποθερέα ἀναλογικῶς πρὸς τὰ εἰς -έα οὐσ. Πβ. ΜΜιχαηλίδ. Τραγ. Καρπ. 10 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Τὸ πέρας τοῦ θερισμοῦ Κάρπ. Πελοπν. (Κάμπος Λάκων. Μάν.) -Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Δημητρ.: ’Σ τὴν ἀποθερέα θὰ καθίσωμεν ᾿ς τὸ φαητὸν Κάρπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποθέρι 2. β) Τὸ μετὰ τὸ πέρας τοῦ θερισμοῦ παρατιθέμενον συμπόσιον Κάρπ. Πβ. ἀποθέρι 2γ. 2) Ἡ μετὰ τὸν θερισμὸν ἐν τῷ ἀγρῷ ἀπομένουσα καλάμη σίτου ἢ ἄλλων δημητριακῶν Ἄνδρ. Εὔβ. (᾿Αλιβέρ.) Κρήτ. (Κατσιδ.) Κύπρ. Πελοπν. (Οἰν.) Τῆλ.: Μεγάλη ἀποθερὰ ἐπόμεινε ᾿ς τὸ χωράφι Κατσιδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA