ἀποθεριˬεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποθεριˬεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποθεριˬεύω ΚΧρηστομ. Κερέν. κούκλ. 8 -Λεξ. Βλαστ Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. θεριεύω.

Σημασιολογία

1) Καθίσταμαι μέγας κατὰ τὴν δύναμιν ὡς τὸ θηρίον, γιγαντοῦμαι ἔνθ’ ἀν.: Πέφτοντας μέσα ’ς τὴ φλόγα τὴν ἐρωτικὴ τὴν κάνει κιˬ ἀποθεριˬεύει καὶ πίνει ὅλη τὴ γυναίκε͜ια δροσιˬὰ ΚΧρηστομ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. θεριˬύω. 2) Μεταφ. ἐπὶ ἀγρίων φυτῶν ἢ δένδρων, αὐξάνω ὑπερβαλλόντως Λεξ. Δημητρ.: Ὁ λόγγος ἀποθέριˬεψε. ’Σ τὰ ᾿ρείπιˬα τοῦ κάστρου ἀποθέριˬεψαν οἱ ἀγκαθεˬές.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/