ἀποθέστρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποθέστρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποθέστρα ἡ, ἀμάρτ. ἀμποθίστρα Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) άποθέντρα Ἤπ. (Τσαμαντ.) ἀποθέχτρα Νάξ. (’Απύρανθ. Κινίδ.) ἀποθέτριˬα Χίος (Συκ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποθέτω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -τρα . Ὁ τύπ. ἀποθέχτρα κατ’ ἐπίδρασιν ἄλλων ληγόντων εἰς -χτρα. Πβ. καὶ ἀρχ. ἀποθέται.

Σημασιολογία

Μέρος κατάλληλον πρὸς ἀπόθεσιν τοῦ φορτίου, οἷον τοῖχος, λίδος κττ., διὰ ν’ ἀναπαυθῇ ἐπ᾽ ὀλίγον ὁ φέρων ἕνθ' ἀν.: Ὅπου συνηθοῦνε ν᾽ ἀποθέχτουνε τὸ λένε ἀποθέχτρα. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπόθεμα 2. Πβ. ἀπόθωμα 2. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κρήτ. καὶ κατὰ πληθ. Ἀποθέστρες καὶ ᾿Αποθέχτρες Νάξ. (᾿Απύρανθ. Κινίδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/