ἀποθεώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποθεώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποθεώνω ἀμάρτ. ᾽ποθεών-νω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ὀν. Θεός. Πβ. μεταγν. ἀποθεῶ.
Σημασιολογία
1) Ταλαιπωρῶ τινα μέχρι θανάτου, φονεύω: Ἄν σὲ πκιˬάσω, ἐν-νὰ σὲ ᾿ποθεώσω. Μὲ μιˬὰν τ-τοπ-πουζεˬὰν ἐποθέωσέν τον. || ᾎσμ. Δὲν εἶμαι Χάρως νὰ βαρτῶ γιˬὰ νὰ τοὺς ᾽ποθεώσω, μήτε Θεὸς τὸ στόμαν τους νὰ πῶ νὰ τὸ πουμώσω. Μετοχ. ᾽ποθεωμένος=νεκρός. 2) Ἐπὶ ἀψύχων, καταστρέφω. θραύω: Ἔπκιˬασεν τὴν κούπ-παν ’ς τὰ χέρκα της ταὶ τὴν ἐποθέωσεν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA