ἀποθεωτὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποθεωτὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀποθεωτὴς ὁ, θηλ. ᾿ποθώτρα Προπ. (᾽Αρτάκ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποθεώνω.

Σημασιολογία

Θηλ. ἡ οἱονεὶ μέχρι θανάτου ταλαιπωροῦσα, σκληρά: ᾎσμ. Ἄνοιξε, μωρὲ σκύλλου γιˬέ, σκύλλας ᾽ποθώτρας γέννα. Συνών. τοῦ θηλ. ξεθεώτρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/