ἀποθηλε͜ιάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποθηλε͜ιάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποθηλε͜ιάζω ἀμάρτ. ἀποφελζω Πόντ. (Τραπ.) ἀποδελζω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Μέσ. ἀποθηλε͜ιάζουμαι Κύπρ. (Ἔγκωμ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. θηλε͜ιάζω. Διὰ τὸν τύπ. ἀποφελζω πβ. θηλε͜ιὰ-φηλε͜ιά, θηλυκὸς-φηλυκὸς κττ. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ θ εἰς δ ἐν τῷ ἀποδελζω πβ. EMayser Grammat. 180.

Σημασιολογία

1) Παθ. ἀπαλλάσσομαι τῆς θηλει͜ᾶς, τοῦ δεσμοῦ, λύομαι, ἀπολύομαι, ἐπὶ κόμβων ἢ δεσμῶν Κύπρ (Ἔγκωμ.) β) ’Επὶ ζῴων, ἀπαλλάσσομαι τοῦ δεσμοῦ καὶ οὕτω τρέχω ἀκατασχέτως Κύπρ. (Ἔγκωμ.): ᾽Εποθηλε͜ιάσθην τὸ χτηνὸν τ’ ᾿ὲν ἐπκιˬάν-νοτουν. 2) ᾽Ενεργ. ἐπὶ νημάτων, τριχῶν κττ., ἀπαλλάσσω τῆς μεταξύ των περιπλοκῆς, διαλύω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): ᾽Αποδελζ᾿ τὰ μαλλί’ ἀτ’ς Χαλδ. ᾿Αποδελζομε τὰ ράμματα αὐτόθ. ᾿Αποδελία ἀβοῦτο τὸ ράμμα Κοτύωρ. Ἡ κάττα ἐδελε ’ς σὸ ράμμα καὶ ν᾿ ἀποδελουτον ᾿κ’ ἐπο’ρ’νε αὐτόθ. Τὰ ράμματα ἀποδελγμένα εἶν᾽ Χαλδ. Συνών. ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/