ἀποθυμίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποθυμίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποθυμίζω ἀμάρτ. ἀποφυμίζω Κρήτ. ἀποφουμίζω Κρήτ. ἀπουφουμίζω Κρήτ. 'ποφουμίζω Κρήτ. ᾽πουφουμίζω Κρήτ. ἀποφουμοῦ Κρήτ. ᾿πουφ’μάου Εὔβ. (Στρόπον.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. θυμίζω, περὶ οὗ ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 20 (1908) 582. ᾿Εν ᾿Ερωτοκρ. ἀποφουμῶ καὶ ἀποφουμίζω.

Σημασιολογία

1) Θυμώνω καὶ ἀποχωρῶ, δυσαρεστοῦμαι, ἰδίᾳ ἐπὶ παιδίων ἀποποιουμένων νὰ παρακαθίσουν εἰς τὸ γεῦμα ἢ νὰ δεχθοῦν τι προσφερόμενον Κρήτ.: Μὴ τζῆ τὸ πολυλές, γιατὶ θὰ ᾿πουφουμώσῃ πάλι καὶ δὲ θὰ φάῃ. ’Επουφούμισε καὶ ἐσηκώθηκε κ’ ἐμίσσεψε. || Παροιμ. Τί τὸ μέλει τὸ βουνὸ | πῶς θ᾿ ἀποφυμίσῃ ὁ λαγός; βοσκαρὰ καλὴ θὰ βγάλῃ | καὶ θὰ ξαναγυρίσῃ πάλι (ἐπὶ ὑπαλλήλου καὶ ἐργάτου παραπονουμένου ἢ ἀποσυρομένου τῆς ἐργασίας, ἔπειτα δὲ ἐπιζητοῦντος νὰ ἐπανέλθῃ) Κρήτ. || ᾎσμ. Μὰ γιˬάdα μοῦ ᾽πουφούμισες κ’ ἤκατσες ᾿ς τὸ πεζούλλι; σήκω νὰ πιˬάσῃς ᾽ς τὸ χορό, καρνᾶδο μου ζουbούλλι (καρνᾶδο=κόκκινο) Κρήτ. 2) Καθόλου, ὀργίζομαι ἄνευ ἀποχρῶντος λόγου Εὔβ. (Στρόπον.) Συνών. χολιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/