ἀπόθωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόθωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόθωμα τό, Κέρκ. Παξ. ἀπήθωμα Ἄνδρ. Κέρκ. ἀπήθουμα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Πληθ. ἀπουθώματα Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποθώνω, παρ’ ὃ καὶ τύπ. ἀπηθώνω.
Σημασιολογία
1) ᾽Απόθεσις, ἀσφαλὴς τοποθέτησις πράγματός τινος Κέρκ. Παξ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τοὺ κακκάβ’ θέ’ ἀπήθουμα νὰ μὴν πέσ’ Αἰτωλ. Συνών. ἀποθωμός. 2) Ὕψωμά τι παρὰ τὴν πηγὴν ὅπου ἀποθέτουν τὰ σταμνία μετὰ τὴν ὕδρευσιν διὰ νὰ ἀναλάβουν ἐκεῖθεν ἐπὶ τοῦ ὤμου Ἄνδρ. Πβ. ἀποθέστρα. 3) Πληθ., τὰ ἀλευροδοχεῖα τοῦ ὑδρομύλου Μακεδ (Καταφύγ.) Πβ. ἀπόθεμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA