ἀποθώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποθώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποθώνω Κέρκ. Παξ. -Λεξ. Μπριγκ. ἀποθώνου Ἤπ. (Πάργ.) Σκῦρ ’ποθώνω Κέρκ. -ΚΘεοτόκ. Βιργιλ. Γεωργ. 13 ’ποθώνου Ἤπ. ἀπηθώνω Ζάκ. Ἤπ. Κέρκ. Κεφαλλ. Λευκ. Πελοπν. (Βυτίν. Σουδεν. Τρίκκ. κ.ἀ.) Σκίαθ. -ΔΣολωμ. 153 καὶ 274 ᾿πηθώνω ’Ιθάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Βυτίν. Καλάβρυτ. Ναύπλ.) ἀπ᾿θώνω Στερελλ. (Κλών.) ἀπ᾽θώνου Ἤπ. (Τζουμέρκ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿π᾿θώνου Ἤπ. ('Αρτ. κ.ἀ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Προστ. ἀπήθω ΚΧατζοπ. Πύργ. ᾿Ακροπότ. 6 ἀπήθ’ Ἤπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀπόθωσα ὡς ἀορ. τοῦ ρ. ἀποθέτω μεταπλασθέντος κατὰ τὸ ἐσήκωσα, μεθ’ οὗ καὶ συνεκφέρεται, οἷον σήκωσέ το κιˬ ἀπόθωσέ το, ἐντεῦθεν δὲ σηκώνω κιˬ ἀποθώνω. Πβ. καὶ ΓΧατζιδ. ἐν ᾽Αθηνᾶ. 24 (1912) 12. Περὶ τοῦ τύπου ἀπηθώνω ἰδ. ΒΦάβην ἐν Ἀθηνᾷ. 29 (1917) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 43.

Σημασιολογία

1) Θέτω τι ἐν τῇ οἰκείᾳ θέσει ἢ ὁπωσδήποτε τοποθετῶ, θέτω τι τὸ ὁποῖον βαστάζω ἔνθ᾽ ἀν.: Μπῆκε μέσα καὶ ἀπόθωσε ἀπάνω σὲ μιˬὰ πέτρα τὴν ξέστα της (ξέστα=λαγύνα, ὑδρία) Κέρκ. ’Απήθωσε τσοὶ πέτρες κοντὰ ’ς τὴ βρύσι Ζάκ. ᾿Εδῶ ἀπήθωσα τὸ ψωμί, τί γίνηκε; Βυτίν. Δὲν ἔχω τόπο ν᾿ ἀπηθώσω κ’ ἐγὼ τίποτε αὐτόθ. ᾽Απήθωσέ το καὶ φύγε Καλάβρυτ. Ὁ ἔμπορας ἀπήθωσε ἀπάνω σὲ μιˬὰ καρέκλα τοὶς πραμάτε͜ιες του Ναύπλ. Τοῦ ἔπαιρνε τὸ χέρι, τοῦ ἄνοιγε τὴν ἀπαλάμη, τοῦ τὴν ἀπήθωνε ἀπά ’ς τὰ σωρισμένα τὰ κουκκιˬὰ Κέρκ. ᾿Απήθωσ’ τ᾽ αὐτοῦιˬα Στερελλ. (Κλών.) Ἰκε͜ιὲς τ᾿ς πέτρες τ᾿ς σήκουναν μὶ τὰ χέριˬα τ᾿ς κὶ τ᾿ς ἀπήθουναν Αἰτωλ. Κὶ τ᾿ ἀπ᾽θών’νι τοὺ κιρὶ ἀπάν’ τ᾽ ἀστήθ’ (ἐνν. τοῦ νεκροῦ) Αἰτωλ. ᾿Απήθουσέ του τοὺ σακκὶ Σάμ. || ᾎσμ. Παιδάκι μου, τὸν πόνο σου ποῦ νὰ τὸν ἀπηθώσω; ποῦ κιˬ ἂν τὸν ρίξω τρίστρατα, τὸν παίρνουν οἱ διˬαβάτες, κιˬ ἂν τὸν ἀφήσω ’ς τὰ κλαριˬά, τὸν παίρνουν τὰ πουλλάκιˬα (μοιρολ.) Ἤπ. Κιˬ ὅντας θὰ μ' ἀποθώσουνε ᾽ς τῆς ἐκκλησιˬᾶς τὴν πόρτα, νὰ χύσῃς μαῦρα δάκρυα νὰ μαραθοῦν τὰ χόρτα Πάργ. ’Σ τὴ γῆς μὴ τὴν ’πηθώσετε χῶμα νὰ τὴνε φάῃ (μοιρολ.) Ἰθάκ. -Ποιήμ. Τὴν ἀπηθώνω μὲ χαρὰ κ’ ἤτανε πεθαμένη ΛΣολωμ. 153 ᾽Αγωνιστήκαν τρεῖς φορὲς τὴν Ὄσσα νὰ ᾽ποθώσουν ’πάνου ᾽ς τὸ Πήλιο . . . Κθεοτόκ. ἔνθ’ ἀν. β) Βάλλω, ἐγκαθιστῶ τινά που Λευκ.: ᾎσμ. Νὰ φκε͜ιάκω γυˬάλινο κλουβὶ νὰ σ’ ἀπηθώσω μέσα. 2) Τακτοποιῶ, διευθετῶ Θεσσ. (Ζαγορ.): Κόπ’κα οὕστου π᾿ νὰ τ’ ἀπ᾿θώσου λιγά’ τοὺ σπίτ’. 3) ᾿Αποθέτω τι οὐχὶ μετὰ προσοχῆς, ἀλλ᾿ ἀμελῶς πως Παξ. 4) ᾿Αποθέτω τὸ φορτίον, τὸ βάρος, ἀπαλλάσσομαι τοῦ βάρους Σκῦρ: ᾿Απόθωσα νὰ ξεκουραστῶ. 5) Ἐνεργ. καὶ μέσ. κάθημαι, οἱονεὶ ἀποθέτω ἐμαυτὸν Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Κλών.): ’Απόστασα ᾿ς τ'ν ἰκκλησιὰ κι ἀπ᾽θώθ᾿κα ἀπάνου σὲ νιˬὰ καρέκλα Αἰτωλ. Καθὼς εἶμ᾽ ἀπ’θουμένους δὲ σ᾽κώνουμι αὐτόθ. Ἦρθι, ἀπ᾿θώθ᾿κι κ᾽ ἰκάτσι Κλών. || Φρ. Σήκω ἀπήθω α) ᾿Επὶ ἀνθρώπου μὴ δυναμένου νὰ ἔχῃ μόνιμον κατοικίαν ΚΧατζόπ. ἔν’θ’ ἀν.: Θ’ ἄλλαζε ἡ κυβέρνησι καὶ θὰ τὸν ξανάρριχνε ’ς τὸ σήκω ἀπήθω. β) Ἐπὶ ἀνθρώπου ἢ πράγματος τὸ ὁποῖον μεταχειρίζεταί τις κατὰ τὸ δοκοῦν Ἤπ.: Τό ᾿᾿ σήκ’ ἀπήθ’. γ) Μεταφ. ἐπὶ τοῦ μεταβάλλοντος κατὰ τὸ δοκοῦν τοὺς λόγους ἄλλου Ἤπ.: Τὰ ἔ᾽ σήκ' ἀπήθ'. 6) Μεταφ. στηρίζω, ἐξαρτῶ, ἐμπιστεύομαι ΔΣολωμ.274: Ψαρᾶς μακρεˬὰ π᾿ ἀπήθωσε ’ς τ’ ἀγκίστρι τὴ ζωή του, τ’ ἀστόχησε τρισεύγενα κ᾿ ἐφώναξε σ’κωμένος. Πβ. ἀποθέτω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/