ἀποϊδρώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποϊδρώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποϊδρώνω ἀμάρτ. ἀποδρώνω Κάρπ. Κύπρ. Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἱδρώνω.

Σημασιολογία

Παύω νὰ εἶμαι ἱδρωμένος ἔνθ’ ἀν. : Σῦρε το τ' ἀπ-πάριν ν᾿ ἀποδρώσῃ Κύπρ. || Φρ. ’Δρώνω κιˬ ἀποδρώνω (ἱδρώνω πολύ, ταλαιπωροῦμαι) Κάρπ. Σύμ. || Παροιμ. Ἄλλος ’δρώνει κιˬ ἀποδρώνει κιˬ ἄλλος χαροκοποτρώγει Κάρπ. Ἔκουά τον κ᾿ ἔδρωνα, | εἶδα τον κ᾿ ἐπόδρωσα Ρόδ. Συνών. ξεϊδρώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/