ἀποκαθζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκαθζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκαθζω Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. καθίν.
Σημασιολογία
1) ’Αφαιρῶ, περικόπτω τὴν ἀκρωβελίαν, τοὶς ἄκρες τοῦ ψωμιˬοῦ ἔνθ᾽ ἀν.: ᾿Ατόσον καὶ πεινασμένος ἔμ’νε, ἕναν ὁλό’εν ψωμὶν ἐπεκαθίασ’ ἀτο μονάχος Χαλδ. ΙΙ) Ὑβρίζω ἔνθ’ ἀν.: Ἄρ’ ἐκεῖνος πα ὕλαξεν, ἄμα ἐγώ πα ἀφωρισμένα ἐπεκαθίασα ’τον (ἐγάβγισε λοιπὸν κ’ ἐκεῖνος, ἀλλὰ κ’ ἐγὼ σφοδρῶς τὸν ἐξύβρισα) Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA