ἀποκαθαρίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκαθαρίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκαθαρίδι τό, Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Λακων.) Χίος κ.ἀ. ’ποκαθαρίδιν Κύπρ. ἀποκαθερίδι Νίσυρ. Τῆλ. Στερελλ. ('Αράχ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκαθαρίζω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -ίδι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Συνήθως κατὰ πληθ., πᾶν ὅ,τι μένει ἐκ τοῦ καθαρισμοῦ πράγματός τινος, οἷον δημητριακῶν καρπῶν, ὀπωρῶν κττ., τὸ ἀπόρριμμα ἔνθ’ ἀν.: Τ᾿ ἀποκαθαρίδιˬα καὶ τὰ μεινέσματα μοῦ ’δωσες ᾽Αρκαδ. Μάζου τ’ ἀποκαθερίδιˬα γιὰ τὴ γίδα ᾿Αράχ. || ᾎσμ. Τὴν ψῖχα κάμνουν ζάχαρι καὶ τὸν ἀφρό του μέλι καὶ τ’ ἀποκαθερίδιˬα του κάμνουν ἀφράτο μόσχο Νίσυρ. Τῆλ. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀποδιˬαλέγι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA