ἀποκαινουργῆς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκαινουργῆς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀποκαινουργῆς ἐπίρρ. ᾿Αστυπ. Δαρδαν. Κάρπ. Κρήτ. Χίος κ.ἀ. ἀπουκαινουργῆς Βιθυν. ἀπουκινουργῆς Θρᾴκ. (Αἶν.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Σάμ. ᾿ποκαινουργῆς Κῶς κ.ἀ. ᾿που καινουργῆς Ρόδ ἀποτσαινουργῆς Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. κ.ἀ.) Κύθν. ’ποτσαινουργῆς Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ κ.ἀ.) ’ποτινουργῆς Κύπρ. ’ποτινουρκῆς Κύπρ. ἀπουτσουνιˬουργιˬοῦ Μεγίστ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπό, τοῦ ἐπιθ. καινούργιˬος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -ῆς.

Σημασιολογία

1) ᾿Εκ νέου, ἐξ ὑπαρχῆς, ὥστε νὰ ἀποβῇ τι καινουργὲς ἔνθ’ ἀν.: ᾿Αποκαινουργῆς ἐίνη πάλι τὸ σπίτι Κάρπ. Ἔκαμε ποδῖνες ᾿ποτινουργῆς (ποδῖνες=μπόττες) Κύπρ. Τσινῶ κάρτσα ἀποτσαινουργῆς (ἀρχίζω κάλτσα κτλ.) Κύθν. Ἔφκε͜ιασε τὸ gαφενὲ ἀπουκαινουργῆς Βιθυν. || Γνωμ. ’Πάνου ’ς τὴν πάγνη συννεφιˬὰ ᾿ποτσαινουργῆς χειμῶνα (ὅτι ὁ χειμὼν πρόκειται νὰ ἐπαναληφθῇ, ὅταν παρατηρηθῇ ὁμίχλη μετὰ τὴν σχηματισθεῖσαν πάχνην) Αὐλωνάρ. (Πβ. ἀρχ. «ἐκ καινῆς» Θουκ. 3,92,6 «ἐτείχισαν τὴν πόλιν ἐκ καινῆς, ἣ νῦν Ἡράκλεια καλεῖται»). 2) Συνεκδ. ἐπὶ πραγμάτων νεωστὶ κατασκευασθέντων Σῦρ.: Ὅλα τὰ ροῦχα τὰ πῆρε ἡ νύφη ἀποκαινουργῆς (νεωστὶ ραφέντα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/