ἀποκάλαμο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκάλαμο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποκάλαμο τό, Κρήτ. (Σητ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Μεσσ. Οἰν.) ᾽ποκάλαμο Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Ὄρ. κ.ἀ.) Πληθ. ᾿ποκάλαμα Κύπρ. ’ποκαλάματα Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. ἀποκάλαμος ἢ ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. καλάμι. Ὁ ἐπεκτεταμένος πληθ. ᾿ποκαλάματα ὅπως καὶ τὸ ἀλόγατα, ἔργατα κττ.

Σημασιολογία

1) ᾿Αποκαλαμεˬά, ὃ ἰδ., Κρήτ. (Σητ.) Κύπρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Μεσσ. Οἰν.) 2) ᾿Αγρὸς μετὰ τὸν θερισμὸν οὗτινος ἡ καλάμη χρησιμεύει ὡς νομὴ Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Ὄρ. κ.ἀ.): Ἔχου πέντε χωράφιˬα τσαὶ τὰ πέντε ᾿ποκάλαμα εἶναι Ὄρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/