ἀποκαλόκαιρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκαλόκαιρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀποκαλόκαιρα ἐπίρρ. Κάρπ. ἀπουκαλόκιρα Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀποκαλόκαιρο.

Σημασιολογία

Μετὰ τὸ θέρος, μεσοῦντος τοῦ φθινοπώρου ἔνθ’ ἀν.: ᾽Απουκαλόκιρα γένιτι κὶ τοὺ πα’γύρ’ Αἰτωλ. Ἔλα ἀπουκαλόκιρα νὰ σι' πλιρώσου αὐτόθ. Ἀπουκαλόκιρα θὰ κατιβῶ πίσου κάτ’ ἀπ᾿ τὰ β’νὰ αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/