ἀπόκαμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόκαμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόκαμα τό, Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ.) ἀπόκαμαν Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀπουκάημα Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀπόκαυμα.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἐκ τῆς καύσεως ὑπολειφθὲν ξύλον Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἦταν τοὺ γατιˬόπ'λλου ἀπάν' ’ς ἕν’ ἀπουκάημα κὶ νίβιταν (ἦτο τὸ γαττόπουλλο ἐπάνω εἰς ἕνα ἀποκ. καὶ ἐνίβετο). Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μ.’Ετυμολ. 246,33 «δαλός. ξύλον ἀπόκαυμα». Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποκαΐδι 1. 2) Τὸ ἐκ δυσπεψίας γεννώμενον εἰς τὸν φάρυγγα δυσάρεστον αἴσθημα καύσεως Πόντ. (Ὄφ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ.) Συνών. ἀνακαούρα, ἀνακαψάδα 3, ἀνακαψίδα Β1, ἀνακαψίλα, καήλα, καούρα, κάψιμο, ξινίλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/