ἀποκαμαρώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκαμαρώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκαμαρώνω (ΙΙ) Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. Ρόδ. Χίος (Καρδάμ.) ᾿ποκαμαρώνω Ἰκαρ. Κάρπ. Κάσ. Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. καμαρώνω. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 1886 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)

Σημασιολογία

Καμαρώνω, ἐγκαλλωπίζομαι βλέπων τι, σεμνύνομαι δι᾽ αὐτὸ ἔνθ' ἀν.: Παροιμ. Ὁ κόσμος κιˬ ἂν σὲ χαίρεται, δὲ σ’ ἀποκαμαρώνει (ὅτι ἡ ὑπὸ τῶν ξένων ἐπιδεικνυομένη συμπάθεια δὲν εἶναι εἰλικρινὴς) Κάρπ. Καρδάμ. || ᾌσμ. Ὅλα σὲ περιχαίρουνται κ᾿ ἐγιˬὼ ᾿ποκαμαρώνω Κάρπ. Ἡ γειτονιˬά σου σὲ θωρεῖ καὶ σ’ ἀποκαμαρώνει Κρήτ. Πῶς ἤθελα νὰ ἤμουνε ρόδο νὰ ξεφουdώνω, νὰ μ᾿ ἔβανες ᾽ς τὰ στήθη σου νὰ σ’ ἀποκαμαρώνω! αὐτόθ. ᾿Ητσίμπησε κ᾿ ἠφίλησε κ᾿ ἠποκαμάρωνέν την Ἰκαρ. ᾿Αγάπην εἶχα ᾿ς τὸ κλουὶ κιˬ ἀποκαμάρωνά τη καὶ ’κείνη ἤκαμε φτερὰ κ’ ἤφυε κ᾿ ἤχασά τη Κάσ. Ἡ σημ. καὶ ἐν ᾿Ερωτοκρ. ἔνθ᾽ ἀν. «κι ἀπόξω σὰν τὴν εἴδασι τὴν ἀποκαμαρῶσα | κ᾿ ἐφάνη μου νά ’ναι πρεπὸ ν' ἀνοίξω νά μπου μέσα».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/