ἀποκαματίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκαματίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκαματίζω Μεγίστ. ’ποκαματίζω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. καματίζω.
Σημασιολογία
1) Κατέχομαι ὑπὸ καμάτου, ἀποκάμνω, ἀδυνατῶ νὰ ἐργασθῶ ἔνθ’ ἀν. 2) Περιπίπτω εἰς νάρκην, ἀποκοιμῶμαι Κύπρ.: Τὸ μωρὸν ἐποκαμάτισεν ’ποῦ τὸ κλάμαν. ᾿Èν ἐποκαμάτισεν κουτὶν ἐψὲς. Ἔν’ ’ποκαματισμένον. β) Κατακλίνομαι πρὸς ἀνάπαυσιν Κύπρ.: ᾿Εν-νὰ γείρω ν᾽ ἀποκαματίσω ᾽λ-λίον (θενὰ γείρω κτλ.) 3) Κοιμῶμαι ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Νήλιˬον τρώσιν, νήλιˬον πίνουν, | νήλιˬον ἀποκαματίζουν Μεγίστ. Τὸ μονοπάτιν βκάλ-λει τους ᾽ς ἑνοῦ δεντροῦ τὸν κλῶνον ταὶ ’τὰ χαμαὶ σταμ-μάτησεν γιˬὰ νὰ ᾿ποκαματίσῃ Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA