ἀποκαμινώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκαμινώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκαμινώνω Πόντ. (Σούρμ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. καμινώνω.

Σημασιολογία

Σβήνω τὴν πυρὰν τῆς ἑστίας, ἀποσύρω τοὺς δαυλούς. Καὶ μέσ. μένω ἄνευ πυρᾶς, δὲν ἔχω φωτιά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/