ἀπόκαμ-μα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόκαμ-μα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόκαμ-μα τό, Κάρπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποκάμπτω. Πβ. ἀποκάβγω 1.
Σημασιολογία
Ἡ καμπὴ τῆς ὁδοῦ ὅπου κάμπτοντες παύομεν νὰ εἴμεθα ὁρατοί: ᾽Ατουδὰ ’ς τ᾿ ἀπόκαμ-μα νὰ μ’ ἀλημένῃς (ἀναμένῃς).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA