ἀποκάμνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκάμνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκάμνω σύνηθ. ἀπουκάμνου Ἤπ. Θεσσ. (Ζαγορ.) ᾽ποκάμνω Προπ. (᾿Αρτάκ.) Σύμ. κ.ἀ. ’ποκάμνου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) ἀποκάνω σύνηθ. ἀπουκάνου Σάμ. Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Λοκρ.) κ.ἀ. ἀποκάν-νω Καλαβρ. (Μπόβ.) Κάσ. ᾽ποκάνω Κάσ. Κρήτ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) κ.ἀ. ἀποκάμω Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. κ.ἀ. ἀπουκάμου Μακεδ. (Σισάν.) ἀποκαίνω Κρήτ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) ’Αόρ. ἀπόκαμα ἢ ἀπόκανα σύνηθ. Μετοχ. ἀποκαμωμένος κοιν.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀποκάμνω. Ὁ τύπ. ἀποκαίνω ἐκ τοῦ ἀορ. ἀπόκανα κατὰ τὸ ἀντίστροφον σχῆμα πέθανα-πεθαίνω, ζέστανα-ζεσταίνω κττ.

Σημασιολογία

Α) Ἀμτβ. 1) Παύω νὰ κάμνω τι ἕνεκα κόπου, καταπονοῦμαι, ἀπαυδῶ, ἰσχυρότερον τοῦ ἀποστένω ἢ κουράζομαι σύνηθ.: Ἀπόκαμα νὰ δουλεύω-νὰ πλένω-νὰ ράβω σύνηθ. ᾿Επόκαμαν τὰ βόδιˬα Χίος Θ’ ἀποκάμῃ ᾿ς τὸ δρόμο Μάν. Δ’λεύ’ δ᾽λεύ᾽, πουτὲς δὲν ἀπουκάμ’ Σισαν. Εἶναι ἀποκαμωμένος. Φαίνεται σὰν ἀποκαμωμένος κοιν. ’Ποκαμωμένη εἶμαι σήμερο ἀπὸ τσοὶ δουλε͜ιὲς Α.Κρήτ. || ᾎσμ. 'Απόκαμαν τὰ μάτιˬα μου τηρώντας εἰς τὲς στράτες Ἤπ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Εὐριπ. Ἴων 135 «εὐφάμους δὲ πόνους μοχθεῖν οὐκ ἀποκάμνω». 2) ᾿Αποθνήσκω Α.Κρήτ. Νάξ. (᾿Απύρανθ. Βόθρ. Γαλανᾶδ. Καλόξ. κ.ἀ.) Σέριφ.: Βούτα τονε ἀπὸ τὸ λαιμὸ καὶ σφῖξε του τὸ καρύδι ν᾿ ἀποκάμῃ Γαλανᾶδ. Μοῦ ’πόκαμε ἡ μανάρα Βόθρ. ᾿Εποκάμασί μου ἐφέτι δέκα ζὰ ’Απύρανθ. Τοῦ ἀρφανοῦ ἠπόκαμεν ἡ μάννα Σέριφ. Γάλα πίνω νὰ μὴ bοκάνω. Δὲν ἀποκαίνει, μόνου μὴ φοβᾶσαι Γαλανᾶδ. ’Ποκάνει bλεˬὸ ὁ κακομοίρης Κρήτ. Μετοχ. 'Αποκαμωμένος (σκοτωμένος, πεθαμένος) Νάξ. Συνών. ἀποκάβγω 2, πεθαίνω. 3) Παύω ὑπάρχων, ἐκλείπω, ἀφανίζομαι, τελειώνω, ἰδίᾳ ἐπὶ καρπῶν Κάσ. Κρήτ. Κύθν. Σίφν.: Μόν’ ἀποκάμουν τ’ ἄλλα σῦκα, θά ’ρχω Σίφν. Τώρα οἱ ἀχλάδες εἶναι ἀποκαωμένες Κύθν. ᾿Επόκαμεν bλεˬὸ τὸ κρασί Κρήτ. Ἅφτου κάρβουνα τσαὶ θυμιˬάζου τὸν ἄθρωπο μ᾿ ἁγιˬωτικά . . . κάνου του τσ᾽ ἕνα σταυρὸ ᾽ς τὴν κούτ’λα τσαὶ τοῦ λέου γε͜ιά σου νά ’ναι! τσαὶ ’ποκάνει (καὶ τελειώνει ἡ πρᾶξις. κούτ’λα=μέτωπον) Κάσ. || Παροιμ. 'Απῆς φά’ ἡ γρὰ τὰ σῦκα τζη, ἀποκάνει ὁ χειμῶνας (ἐπὶ τοῦ ἀφελοῦς τοῦ ἐξ ἰδίων κρίνοντος τοὺς ἄλλους) Κρήτ. || ᾌσμ. ᾽Ηρθ᾿ ὁ μῆνας κι ὁ καιρὸς | π᾿ ἀποκαίνει ὁ καρπός, ἦρθ’ ὁ μῆνας ὁ Γενάρις | π’ ἀποκαίνει τὸ κριθάρι Κρήτ. Τὰ μονετσιˬὰ ’ποκάμανε κιˬ ἄνοιξαν τ᾽ ὀdαδάκι καὶ τὸ γιˬαμιˬᾶς ἐγέμισε στραθιˬῶτες τὸ κονάκι (μονετσιˬὰ=γόμωσις τῶν πυροβόλων ὅπλων, τὸ γιˬαμιˬᾶς=διὰ μιᾶς, ἀμέσως) αὐτοθ. Συνών. ξεβγαίνω. 4) Ἐπὶ φυτῶν καρποφόρων, παύω καρποφορῶν Ρόδ. Σύμ. Χίος: ᾽Επόκαμεν ἡ ἀπ-πιδεˬὰ-ἡ συκεˬὰ Σύμ. ᾽Επόκαμεν ἡ ἀγγουρεˬὰ Χίος ᾿Επόκαμαν οἱ συκεˬὲς-οἱ πορτοκαλεˬὲς Ρόδ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Γεωπον. 5,17,6 «ἵνα μὴ πολυφόρος οὖσα [ἡ ἄμπελος] ταχέως ἀποκάμνῃ». Β) Μετβ. 1) Κάμνω τινὰ νὰ ἀποθάνῃ, φονεύω Νάξ. Συνών. καθαρίζω, ξεκάνω, ξεπαστρεύω, χαλνῶ. 2) Φέρω τι εἰς πέρας, τελειώνω Κρήτ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Νίσυρ. Σάμ. Σίφν.: 'Επόκαμά την πεˬὸν τὴν κάλτσαν μου Νίσυρ. ᾽Απόκαμα τὴν πλύσι Κρήτ. Κάτσε νὰ μοῦ συdρέμῃς νὰ ’ποκάμω τσοὶ κουλοῦρες αὐτόθ. Σὰ d’ ἀποκάμῃς, ἀδε͜ιάζεις νά ᾽ρθῃς νὰ μὲ βοηθήσῃς; ᾿Απύρανθ. Τ’ ἀπόκαμι (δηλ. τὰ παιδιά. 'Επὶ γυναικός, ἡ ὁποία δὲν γεννᾷ πλέον) Σάμ. 3) Κάμνω τι καθ’ ὑπερβολὴν ἐξερχόμενος τῶν ὁρίων τοῦ πρέποντος Στερελλ. (Αἰτωλ): Τ᾿ ἀπόκαμι κιˬ αὐτός! Συνών. παραπάνω. 4) Κάμνω τι ὡς ἐπακολούθημα, ὡς τέλος μιᾶς ἐνεργείας κοιν.: Τί ἀποκάματε μὲ τὸ σπίτι-μὲ τὸ χτῆμα; κττ. Πέτε μου τί θ’ ἀποκάμετε νὰ ξέρω. Τί εἴχατε ἀποκάμει μ᾿ ἐκεῖνο τὸ ζήτημα; κοιν. Σὰν τὸν πάρωμε, τί θὰ τὸν ἀποκάμωμε; (ἐνν. τὸν ἄνθρωπον) ’Αμοργ. 5) Διαλύω, χαλῶ Καλαβρ. (Μπόβ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/