ἀποκαούδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκαούδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκαούδι τό, Κρήτ. ᾿ποκαούιν Κύπρ. (Λεμεσ.) ἀποκάουδο Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. καούδι.
Σημασιολογία
1) Ὑπόλειμμα ἐκ τῶν εἰς τὴν ἑστίαν καιομένων ξύλων Κρήτ.: Ἔχω πέd’ ἕξε ἀποκάουδα καὶ λέω πῶς θὰ μὲ φτάξου νὰ ψήσω. Μάζωξε τ᾿ ἀποκαούδιˬα ν᾿ ἅψωμε dὴ φωτιˬά. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποκαΐδι 1. β) Τὸ ἀποκαυθέν, τὸ πέρα τοῦ δέοντος ὀπτηθέν, οἷον ἐπὶ ἄρτου Κρήτ.: ᾽Εξέχασα τὰ ψωμιˬὰ ᾿ς τὸ φοῦρνο κιˬ ὅdε dὸ θυμήθηκα ἡ κακομοῖρα ἐμάζωξα τ᾿ ἀποκάουδα. 2) Ὑπόλειμμα καέντος κηρίου Κύπρ. (Λεμεσ.): Παρατήρα μέσ᾽ ᾿ς τὲς ποῦντζές μου, πέρκι εὕρῃς κἆνέναν ’ποκαούιν νὰ τ’ ἅψωμεν νὰ μπλέψωμεν (νὰ ἴδωμεν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA