ἀποκάρωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκάρωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκάρωμα τό, Παξ. κ.ἀ. -ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,224 καὶ 3,197 ἀπουκάρουμα Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. Αἶν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκαρώνω.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἐκ διανοητικοῦ καμάτου ἢ ἐξ ὑπερβολικοῦ καύσωνος τάσις πρὸς ὕπνον, ὑπνηλία, νάρκη Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Παξ. κ.ἀ.: Ἄνοιγα μὲ βιˬὰ τὰ μάτιˬα πολεμῶντας νὰ νικήσω τὸ ἀποκάρωμα τῆς ζέστης ἀγν. τόπ. 2) Ἡ μεταξὺ νυσταγμοῦ καὶ ὕπνου κατάστασις, ἐλαφρότατος ὕπνος Παξ. Συνών. ἀποκαρωμάρα, ἀποκάρωσι. 3) Ἔλλειψις τόλμης, δειλία, λιποψυχία ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν.: Ποιήμ. Μᾶς ἔπιˬασε λιποψυχιά, πουλλὶ ξενιτεμένο, καὶ νύχτα κιˬ ἀποκάρωμα . . . 2,224 . . . τοῦ Βοκογιˬάννη ὁ ἣσκιˬος εἶναι βαρύς, θανατερός, κιˬ ὅπο͜ιος περάσῃ ἐκεῖθε, σκοτάδι κιˬ ἀποκάρωμα . . . 3,197.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA