ἀποκαρωμάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκαρωμάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποκαρωμάρα ἡ, Ἤπ. Κέρκ. (’Αργυρᾶδ.) Κεφαλλ. Λευκ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ. ἀπουκαρουμάρα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Λοκρ.) ἀποκορωμάρα Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Μάν.) ἀπουκουρουμάρα Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀποκάρωμα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –άρα.
Σημασιολογία
’Αποκάρωμα 2, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Τί ἀποκαρωμάρα σ᾽ ἔπιˬασε; Λευκ. Εἶχα νιˬὰ ἀπουκαρουμάρα κὶ δὲ μπόρισα νὰ ντ’ κρίνου Λοκρ. ᾿Αποκορωμάρα μοῦ ’ρθε-μ᾽ ἔπιˬασε ᾿Αρκαδ. Καλάβρυτ. Μιλιˬὰ δὲν ἔβγαλε, λές καὶ τὸν εἶχε πιˬάσει μιˬὰν ἀποκορωμάρα Κορινθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA