ἀποκατούρημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκατούρημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποκατούρημα τό, Πελοπν. (Μάν.) ἀποκατούρεμα Πόντ. (Οἰν.) ἀποκατούρεμαν Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀποκατούρεσμαν Πόντ. (Κερασ. Οἰν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκατουρῶ.

Σημασιολογία

1) Πληθ. τὰ οὖρα Πελοπν. (Μάν.): Γιˬόμισε τὸν τόπο μὲ ἀποκατουρήματα. Τ᾿ ἀποκατουρήματά του φαίνουνται ’ς τὴν αὐλή. 2) Ἔπειξις πρὸς οὔρησιν Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) Συνών. ἀποκατουρέσιμον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/