ἀποκατσαρών-νω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκατσαρών-νω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκατσαρών-νω Κύπρ. ᾿ποκατσαρών-νω Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. κάτσαρο.
Σημασιολογία
Γίνομαι ξηρὸς ὡς κλάδος ξηρός, ἀποξηραίνομαι: ᾿Εποκατσάρωσα ’πὸ τὴν κρυάδαν. ’Ποκατσαρώσασιν τὰ ροῦχα ’πὸ τὸν ἥλιˬον τὸν πολ-λύν. Συνών. ξυλιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA