ἀποτύλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτύλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποτύλι τό, Κύπρ. Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) ἀποτύλ’ Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποτυλίγω.

Σημασιολογία

1)Ξετύλιγμα ἔνθ’ ἀν.: Αἴνιγμ. Οὕλ’ ἡμέραν τύλι τύλι | ταὶ τὴν νύχταν ἀποτύλι (τὸ στρῶμα) Κύπρ. 2)Νῆμα τὸ ὁποῖον κατὰ τὸ γνέσιμον τυλίσσεται εἰς τὸ ἄνω μέρος τοῦ ἀδρακτίου καὶ ὅταν μαζευθῇ ἀρκετὴ ποσότης ἐκτυλίσσεται ἐκεῖθεν ἐπὶ τῶν δακτύλων καὶ τυλίσσεται εἰς τὸ μέσον, ὅπου ἡ κυρία ποσότης τοῦ νήματος Πόντ. (Σάντ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/