ἀποκαυκε͜ιέμαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκαυκε͜ιέμαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκαυκε͜ιέμαι, ἀποκαυκοῦμαι Κάρπ.
Σημασιολογία
Καυχῶμαι, ὑπερηφανεύομαι, μεγαλαυχῶ: ᾎσμ. ᾿Αλήθε͜͜ια λέεις, Μαυριˬανέ, κιˬ ἀλήθεια ᾿ποκαυκε͜͜ιέσαι πῶς εἶναι πεˬὸ ’μορφύτερη, ἀμμὴ πολλὰ ᾽ανείζειν (δανείζει).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA