ἀποχασμοῦμαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποχασμοῦμαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποχασμοῦμαι Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ Ὄφ. Σάντ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. χασμοῦμαι.

Σημασιολογία

Χασμῶμαι ἔνθ’ ἀν.: Ἀσ’ σὸ πολλὰ τὸ νύσταγμαν ὅλον ἀποχασμοῦται Τραπ. Ἅμον εἶδεν ἐμὲν ν’ ἀποχασμοῦμαι ἐπεχασμῶθεν κ’ ἐκεῖνος Χαλδ. Ἐντράπ’, ἀστ’ ἔρθες κιˬάν’ ἀποτζιγκοῦσαι κιˬ ἀποχασμοῦσαι! (νὰ ἐντραπῇς, ἀφότου ἦλθες τεντώνεσαι καὶ χασμουρειέσαι!) Κοτύωρ. Συνών. ἀναχασμε͜ιέμαι 1, ἀναχασμοῦμαι, χασμε͜ιέμαι, χασμοῦμαι, χασμουρε͜ιέμαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/