ἀποχαυνώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχαυνώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχαυνώνω λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. ἀποχαυνῶ.
Σημασιολογία
Καθιστῶ τινα τελείως χαῦνον, ἀφαιρῶ τὴν ζωτικότητά τινος λόγ. σύνηθ.: Τὸν ἀποχαυνώσανε οἱ γυναῖκες. Θ’ ἀποχαυνωθῇς μὲ ’κεῖνες ποῦ πάς λόγ. σύνηθ. Ἔμεινε σὰν ἀπολιθωμένη, ἀποχαυνώθηκε ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 71. Σιγὰ σιγὰ μιλοῦσε ὁ Σαμπίδης ἀποχαυνωμένος ΔΒουτυρ. Διωγμέν. ἀγάπ. 58. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποχαρβαλώνω 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA