ἀποκερασία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκερασία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποκερασία ἡ, Πελοπν. (Λακων.) ἀποκερασιˬὰ Πελοπν. (Μάν. Μεσσ.)
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. κερί. Πβ. καὶ μεσν. κηραψία.
Σημασιολογία
Ὁ ἑσπερινὸς τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, ἡ δευτέρα ’Ανάστασις ὡς τελευταία τελετὴ τῶν εἰς τὸ Πάσχα ἀναφερομένων ἕνθ’ ἀν.: ’Σ τὴν ἀποκερασιˬὰ καίνε τὸν 'Ιούδα Μάν. Πήγαμε ᾿ς τὴν ἀποκερασιˬὰ κ᾿ ἐκάηκε ὁ κόσμος ἀπὸ τὰ μπρυζόβολα (βαρελόττα) Μεσσ. Συνών. ἀγάπη 6.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA