ἀποχείλωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποχείλωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποχείλωμα τό, Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀπουχείλουμα Σάμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποχειλώνω.

Σημασιολογία

1)Τὸ χεῖλος κρημνοῦ, ρύακος κττ. ἔνθ’ ἀν.: Μὴν πὰς ’ς τ’ ἀπουχείλουμα κὶ πέσ’ς Σάμ. 2)Τὸ πολὺ ξεχείλωμα Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/